εμμηνόπαυση

εμμηνόπαυση
Η μόνιμη διακοπή της έμμηνης ρύσης στη γυναίκα. Είναι αποτέλεσμα της μόνιμης διακοπής της ωοθυλακιορρηξίας και, επομένως, και της αναπαραγωγικής ικανότητας, η οποία όμως μπορεί να έχει προηγηθεί για διάστημα 12-18 μηνών. Γνωστή και ως κλιμακτήριος περίοδος, η ε. παρουσιάζεται ως φυσιολογική κατάπαυση των παραπάνω λειτουργιών, συνήθως μεταξύ του 45ου και του 50ού έτους της ηλικίας της γυναίκας. Σε περιπτώσεις πρώιμης ή όψιμης ε., η αναστολή της ωορρηξίας και της εμμηνης ροής μπορεί να επέλθει και μεταξύ του 28ου και 40ού ή του 50ού και 55ου έτους, αντίστοιχα, σε ηλικία που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κληρονομικότητα. Η ε. μπορεί να συμβεί απότομα ή προοδευτικά, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου οργανικών αλλαγών οι οποίες, όμως, δεν έχουν πάντα παθολογικό χαρακτήρα. Τα συμπτώματα που προηγούνται συνήθως είναι ανωμαλίες στην περιοδικότητα του καταμήνιου ωοθηκικού κύκλου και της έμμηνης ροής, που καταλήγουν στην οριστική τους παύση. Τα συμπτώματα που ακολουθούν την ε. και οφείλονται κυρίως στην οιστρογονοπενία είναι το νευροφυτικό σύνδρομο, το οποίο παρατηρείται στα 2/3 των γυναικών (με κυριότερη εκδήλωση τις περιοδικές εξάψεις), οι αλλαγές στον μεταβολισμό που, συχνά, έχουν ως αποτέλεσμα την παχυσαρκία, η ατροφία των γεννητικών οργάνων, η μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, οι μεταβολές του εγκεφαλικού δυναμικού καθώς και οι μεταβολές στον ψυχισμό του ατόμου. Εκτός από την παχυσαρκία, τα πιο συνηθισμένα εξωτερικά συμπτώματα είναι η απώλεια της φρεσκάδας της επιδερμίδας, η χαλάρωση των ιστών του στήθους, του κόλπου και της μήτρας, το αδυνάτισμα των μαλλιών και, σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις, η υπερβολική ανάπτυξη της τριχοφυΐας του σώματος. Σε ό,τι αφορά την ψυχολογική συμπεριφορά του ατόμου, παρατηρείται συχνά κατάθλιψη και οξυθυμία ή αυξημένη ευαισθησία στα συναισθηματικά ερεθίσματα. Οι ψυχοσωματικές αυτές μεταβολές και τα συμπτώματά τους δεν παρατηρούνται σε όλες τις γυναίκες ούτε και με την ίδια ένταση. Επακόλουθο της ε. είναι η οστεοπόρωση και η αυξημένη ευπάθεια (σε σχέση με την περίοδο της αναπαραγωγικής λειτουργίας) σε καρδιαγγειακά νοσήματα. Η τεχνητή (ιατρογενής) ε. αποτελεί μέρος της θεραπείας ορισμένων ασθενειών και είναι δυνατή είτε με χειρουργική αφαίρεση της μήτρας ή των ωοθηκών είτε με την υποβολή των ωοθηκών σε ακτίνες Ρέντγκεν. Ορισμένα συμπτώματα που εμφανίζονται στη γυναίκα μετά την ε. καταπολεμούνται με ορμονική θεραπεία. Αυτό ισχύει, κυρίως, για την εξάλειψη των εξάψεων και την αποκατάσταση της ελαστικότητας των ιστών του κόλπου.
* * *
η
η οριστική κατάπαυση τής ωορρηξίας και τής εμμηνορρυσίας τής γυναίκας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμμηνόπαυση — η (ιατρ.), η οριστική κατάπαυση (σταμάτημα) της ωορρηξίας και της εμμηνόρροιας της γυναίκας, εμμηνοληξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… …   Dictionary of Greek

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • αμηνόρροια — Η έλλειψη εμμήνων. Υπάρχουν δύο μορφές α.· η μία όταν τα έμμηνα δεν εμφανίζονται ποτέ και η άλλη όταν, ενώ πρώτα ήταν κανονικά, ξαφνικά δεν εμφανίζονται πλέον, από αιτίες που σχετίζονται με τη μήτρα, τις ωοθήκες, τον θυρεοειδή, τα επινεφρίδια,… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνοληξία — η η εμμηνόπαυση …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακτήριος — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μια γυναίκα μεταβαίνει από τα αναπαραγωγικά στα μη αναπαραγωγικά χρόνια της. Βλ. λ. εμμηνόπαυση. * * * ο θηλ. και α [κλιμακτήρ] (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριο η εποχή τής… …   Dictionary of Greek

  • κολπίτιδα — Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”